- βαθυσκαφεῖ
- βαθυσκαφήςdeep-dugmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)βαθυσκαφήςdeep-dugmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθυσκαφής — βαθυσκαφἠς ( οῡς), ές (Α) βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῑ κόνει», Σοφ. «βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «τό σκάψιμο» < σκάπτω] … Dictionary of Greek